- κορεσμένος
- -η, -οχορτασμένος, γεμισμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεκάνιο — Κορεσμένος υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH3(CH2)8CH3 (ευθεία αλυσίδα ατόμων άνθρακα) που ανήκει στα αλκάνια ή παραφίνες. Είναι άχρωμο υγρό, ήπια εύφλεκτο, με σημείο βρασμού 174°C, με σημείο τήξης –29,67°C, πυκνότητα 0,7299 gr/cm3 (20°C),… … Dictionary of Greek
επτάνιο — Κορεσμένος υδρογονάνθρακας του τύπου C7H16. Μπορεί να βρεθεί σε εννέα ισομερείς μορφές, σπουδαιότερη από τις οποίες είναι το κανονικό ε. Αυτό είναι άχρωμο πτητικό υγρό, με σημείο βρασμού 98,4°C και πυκνότητα 0,6836 gr/cm3 (στους 20°C)· έχει… … Dictionary of Greek
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek
άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αδέω — ἀδέω (Α) είμαι κορεσμένος, αισθάνομαι βάρος ή αηδία για κάτι, μπουχτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποθ. τ. ενεστώτος, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον αόρ. (ᾱδήσειε) και στον παρακμ. (ᾱδηκότες). Αβέβαιης ετυμολογίας. Σημασιολογικά και μορφολογικά φαίνεται να… … Dictionary of Greek
δίυγρος — δίυγρος, ον (Α) 1. εντελώς υγρός, διάβροχος 2. κορεσμένος, πλήρης 3. (για βλέμμα) γλυκό, γεμάτο ηδυπάθεια 4. αυτός που έχει χρώμα ωχρό, κιτρινιάρης 5. ασθενικός, μαλθακός … Dictionary of Greek
κατάκορος — κατάκορος, ον (AM) ο τελείως κορεσμένος αρχ. άμετρος, υπερβολικός («ταῑς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.). επίρρ... κατακόρως (AM κατακόρως) υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», Αριστοτ.) μσν. με… … Dictionary of Greek
κατακορής — κατακορής, ές (Α) 1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.) 2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.) 3. (για χρώματα) βαθύς («χρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.) 4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ… … Dictionary of Greek
κετάνιο — το οργανική ένωση, άκυκλος κορεσμένος υδρογονάνθρακας γνωστός με τη συστηματική ονομασία δεκαεξάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cetane < cet, που έμμεσα ανάγεται στο αρχ. ελλ. κήτος, + ane, που στη χημ. ορολογία δηλώνει τους… … Dictionary of Greek